- ἐριστής
- ἐριστ-ής, οῦ, ὁA
, (ἐρίζω)
wrangler,LXX
Ps.138(139).20 (pl., v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, (ἐρίζω)
wrangler,LXX
Ps.138(139).20 (pl., v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εριστής — ἐριστής, ὁ (Α) [ερίζω] αυτός που αγαπά τις λογομαχίες, ο εριστικός, ο φιλόνεικος … Dictionary of Greek
ἐριστής — wrangler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρισταί — ἐριστής wrangler masc nom/voc pl ἐριστός that may be contested fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστήν — ἐριστής wrangler masc acc sg (attic epic ionic) ἐριστός that may be contested fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστά — ἐριστά̱ , ἐριστής wrangler masc nom/voc/acc dual ἐριστής wrangler masc voc sg ἐριστής wrangler masc nom sg (epic) ἐριστός that may be contested neut nom/voc/acc pl ἐριστά̱ , ἐριστός that may be contested fem nom/voc/acc dual ἐριστά̱ , ἐριστός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστάς — ἐριστά̱ς , ἐριστής wrangler masc acc pl ἐριστά̱ς , ἐριστής wrangler masc nom sg (epic doric aeolic) ἐριστά̱ς , ἐριστός that may be contested fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεριστής — ὁ, Α (ποιητ. τ.) φίλερις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐριστής «φιλόνεικος, εριστικός» (< ἐρίζω)] … Dictionary of Greek